ραδιογωνιομετρικός

ραδιογωνιομετρικός
-ή, -ό
αυτός που έχει να κάνει με τη ραδιογωνιομετρία ή το ραδιογωνιόμετρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραδιογωνιομετρικός — ή, ό, Ν [ραδιογωνιομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιογωνιομετρία …   Dictionary of Greek

  • ραδιογωνι(α)κός — ή, ό, Ν ο ραδιογωνιομετρικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”